μουρνταρεύω — και μουρδαρεύω [μουρντάρης] 1. βρομίζω, λερώνω, μαγαρίζω 2. φέρομαι ανήθικα, παρεκτρέπομαι 3. κάνω καταχρήσεις οικονομικής φύσεως, υπεξαιρώ ξένα χρήματα, επιδιώκω την απόκτηση αθέμιτου κέρδους με δόλο … Dictionary of Greek
μουρδαρεύω — βλ. μουρνταρεύω … Dictionary of Greek
μουρντάρεμα — και μουρδάρεμα το [μουρνταρεύω] 1. βρόμισμα, λέρωμα 2. εκτροπή, παρεκτροπή 3. επίψογη πράξη, ιδίως υπεξαίρεση χρημάτων ή επιδίωξη αθέμιτου κέρδους με δόλο, κατεργαριά … Dictionary of Greek
murdar — MURDÁR, Ă, murdari, e, adj. 1. Plin de pete, acoperit de praf, de murdării, îmbâcsit de necurăţenie; nespălat, întinat. ♦ (Despre fiinţe) Care nu se spală, care nu respectă curăţenia. ♦ (Despre apă, lumină etc.) Lipsit de claritate; tulbure. 2.… … Dicționar Român